- συνοχηΐς
- συνοχ-ηΐς, ΐδος, ἡ,A a holder-together, Hero *Deff.136.24, Procl. in Euc.p.129 F.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοχηΐς — ίδος, ἡ, Α αυτή που συνέχει, που συγκρατεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοχή + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πολυκλη ΐς)] … Dictionary of Greek